- παραφορτιζομαι
- παραφορτίζομαιπαρα-φορτίζομαιдобавлять, присовокуплять
(τι τῷ λόγῳ Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τι τῷ λόγῳ Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παραφορτίζομαι — Α (κυριολ. και μτφ.) παρεμβάλλω κάτι ως πρόσθετο φορτίο, προσθέτω και άλλο φορτίο, παραφορτώνω («ταῡτα τῷ λόγῳ παρεφορτισάμην», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
παραφορτίσασθαι — παραφορτίζομαι cram as an additional load into aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)